Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Διαγώνισμα στη Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΚΑΝΤΑΤΑ του ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ
16.
Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
17.
Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο.
18.
Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
19.
Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν' απαντήσει,
20.
έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21.
Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
22.
Κι οι άνθρωποι που 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί.
23.
Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
24.
Ημέρες σαράντα.
25.
Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
26.
Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε
ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
27.
Και κάθε μέρα της τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
28.
Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ' άρχιζε ξανά.
29.
Εις τους αιώνας των αιώνων.
                                    
                                                ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1.α) Ποιο είναι το θέμα του ποιήματος;
β)Ποιες είναι οι ενότητες; Δώστε πλαγιότιτλους.(Μον.20)
2.<<Άνθρωποι δίχως πρόσωπο>>:Ποιοι είναι αυτοί και γιατί χαρακτηρίζονται έτσι;                                                                     (Μον.20)
3.Ποιος είναι ο ρόλος της αράχνης μέσα στο απόσπασμά μας;Τι εννοεί ο ποιητής λέγοντας ότι <<τον έσωσε μια αράχνη>>;
                                                                             (Μον.20)
4.Να επισημάνετε τα στοιχεία του βιβλικού ύφους και να δείξετε τη σημασία τους για το ποίημα                                                (Μον.20)



ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΔΙΔΑΚΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 
ΚΕΙΜΕΝΟ:0Δ.ΕΛΥΤΗ: Άξιον Εστί: Τα Πάθη.Ανάγνωσμα 4
             ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ
         Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ώς κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.
Τότε, από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να ’ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά —μακριά μέσα στο μέλλον του— που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν’ ανασηκώσει το μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.
Πάνω σε κείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σειρήτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν’ αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση που ’χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.
Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ' τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων.                                                                 
         .                                                                
5..Συγκρίνετε τα δύο κείμενα,εντοπίστε δύο τουλάχιστον κοινά σημεία ως προς το θέμα και σχολιάστε τα.                                                                 
         Μέσα από τα δύο κείμενα του Λειβαδίτη και του Ελύτη επεξεργασμένα με το Wordle
δίνεται  η δυνατότητα στους μαθητές να εντοπίσουν ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο ,αφού οπτικοποιείται η συχνότητα εμφάνισης λέξεων.Έτσι με δημιουργικό και εύληπτο τρόπο προσεγγίζουν ευχάριστα λογοτεχνικά κείμενα.

.                                                                  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου